προσχίζω

προσχίζω
Α
σχίζω κάτι εκ τών προτέρων ή μπροστά από κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόσχισμα — ίσματος, τὸ, Α [προσχίζω] 1. είδος υποδήματος σχισμένου στο μπροστινό μέρος 2. το μπροστινό μέρος υποδήματος που έχει σχίσιμο ή άνοιγμα …   Dictionary of Greek

  • συμπροσχίζω — Α [προσχίζω] (σχετικά με χωράφι) καλλιεργώ προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”